- себя
- себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•
каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•
каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•
никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•
он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•
я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•
судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•
ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•
он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.
|| (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•
за себя πίσω μου.
|| κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•
берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•
присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•
мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.
εκφρ.к себе – σπίτι μου•себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•про себя:α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•не в себе – εκτός εαυτού•не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.